Δεν την ξανάδε ούτε καν τυχαία, σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του και μόνο ο Θεός ξέρει πόσο πόνο του κόστισε αυτή η ηρωική απόφαση και πόσα πικρά δάκρυα έχυσε, κλειδωμένος στο μπάνιο, για να επιζήσει μετά την προσωπική του καταστροφή. {…}
Την ίδια νύχτα της αποποίησης, ενώ ξεντυνόταν για να κοιμηθεί, επανέλαβε στη Φερμίνα Δάσα την πικρή λιτανεία από τις πρωινές του αϋπνίες, τους ξαφνικούς σφάχτες, το κλάμα που του ερχόταν το σούρουπο, τα κωδικοποιημένα συμπτώματα του κρυφού έρωτα που εκείνος διηγιόταν λες κι ήταν οι δυστυχίες των γερατειών. Έπρεπε σε κάποιον να τα πει για να μην πεθάνει, για να μη χρειαστεί να πει την αλήθεια και στο κάτω κάτω εκείνα τα ξεσπάσματα ήταν αφιερωμένα στην οικιακή τελετουργία του έρωτα. Εκείνη τον άκουσε προσεκτικά, αλλά χωρίς να τον κοιτάζει, χωρίς να λέει τίποτα, ενώ δεχόταν τα ρούχα που εκείνος έβγαζε. Μύριζε κάθε ρούχο χωρίς καμιά κίνηση που να δείχνει το θυμό της, το έκανε κουβάρι όπως όπως και το πετούσε στο καλάθι με τα βρόμικα ρούχα. Δεν είχε βρει τη μυρωδιά αλλά αυτό δεν άλλαζε τίποτα, αύριο θα ξημέρωνε άλλη μέρα. Πριν γονατίσει να προσευχηθεί, μπροστά στο μικρό εικονοστάσι της κρεβατοκάμαρας, εκείνος έκλεισε τον απολογισμό της μιζέριας του μ' ένα θλιμμένο και ειλικρινή αναστεναγμό: «Νομίζω πως πρόκειται να πεθάνω». Εκείνη, χωρίς να κουνήσει βλέφαρο, του απάντησε.
«Θα ήταν καλύτερα», είπε. «Έτσι θα ήμασταν κι οι δυο πιο ήσυχοι».
Χρόνια πριν, σε μια κρίση μιας επικίνδυνης αρρώστιας, εκείνος είχε μιλήσει για την πιθανότητα να πεθάνει κι αυτή του είχε δώσει την ίδια κοφτή απάντηση. Ο γιατρός Ουρμπίνο την είχε αποδώσει στην ίδια τη σκληρότητα των γυναικών, χάρη στην οποία είναι δυνατόν η Γη να εξακολουθεί να περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, αγνοώντας πως εκείνη χρησιμοποιούσε πάντα ένα προπέτασμα θυμού για να κρύψει το φόβο. Σ' εκείνη την περίπτωση, τον πιο τρομερό απ' όλους, το φόβο να μείνει χωρίς αυτόν.
Εκείνη τη νύχτα, αντίθετα, είχε επιθυμήσει το θάνατό του μ' όλη τη δύναμη της καρδιάς της κι αυτή η βεβαιότητα την αναστάτωσε. Μετά την άκουσε να κλαίει με λυγμούς στο σκοτάδι, πολύ αργά, δαγκώνοντας το μαξιλάρι για να μην ακουστεί. Δεν τόλμησε να την παρηγορήσει, γνωρίζοντας πως θα ήταν σαν να παρηγορούσε μια τίγρη πληγωμένη από βέλος, ούτε και βρήκε το κουράγιο να της πει πως ο λόγος για το θρήνο της είχε εκλείψει εκείνο τ' απόγευμα κι είχε ξεριζωθεί για πάντα από τη μνήμη του.
Την ίδια νύχτα της αποποίησης, ενώ ξεντυνόταν για να κοιμηθεί, επανέλαβε στη Φερμίνα Δάσα την πικρή λιτανεία από τις πρωινές του αϋπνίες, τους ξαφνικούς σφάχτες, το κλάμα που του ερχόταν το σούρουπο, τα κωδικοποιημένα συμπτώματα του κρυφού έρωτα που εκείνος διηγιόταν λες κι ήταν οι δυστυχίες των γερατειών. Έπρεπε σε κάποιον να τα πει για να μην πεθάνει, για να μη χρειαστεί να πει την αλήθεια και στο κάτω κάτω εκείνα τα ξεσπάσματα ήταν αφιερωμένα στην οικιακή τελετουργία του έρωτα. Εκείνη τον άκουσε προσεκτικά, αλλά χωρίς να τον κοιτάζει, χωρίς να λέει τίποτα, ενώ δεχόταν τα ρούχα που εκείνος έβγαζε. Μύριζε κάθε ρούχο χωρίς καμιά κίνηση που να δείχνει το θυμό της, το έκανε κουβάρι όπως όπως και το πετούσε στο καλάθι με τα βρόμικα ρούχα. Δεν είχε βρει τη μυρωδιά αλλά αυτό δεν άλλαζε τίποτα, αύριο θα ξημέρωνε άλλη μέρα. Πριν γονατίσει να προσευχηθεί, μπροστά στο μικρό εικονοστάσι της κρεβατοκάμαρας, εκείνος έκλεισε τον απολογισμό της μιζέριας του μ' ένα θλιμμένο και ειλικρινή αναστεναγμό: «Νομίζω πως πρόκειται να πεθάνω». Εκείνη, χωρίς να κουνήσει βλέφαρο, του απάντησε.
«Θα ήταν καλύτερα», είπε. «Έτσι θα ήμασταν κι οι δυο πιο ήσυχοι».
Χρόνια πριν, σε μια κρίση μιας επικίνδυνης αρρώστιας, εκείνος είχε μιλήσει για την πιθανότητα να πεθάνει κι αυτή του είχε δώσει την ίδια κοφτή απάντηση. Ο γιατρός Ουρμπίνο την είχε αποδώσει στην ίδια τη σκληρότητα των γυναικών, χάρη στην οποία είναι δυνατόν η Γη να εξακολουθεί να περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, αγνοώντας πως εκείνη χρησιμοποιούσε πάντα ένα προπέτασμα θυμού για να κρύψει το φόβο. Σ' εκείνη την περίπτωση, τον πιο τρομερό απ' όλους, το φόβο να μείνει χωρίς αυτόν.
Εκείνη τη νύχτα, αντίθετα, είχε επιθυμήσει το θάνατό του μ' όλη τη δύναμη της καρδιάς της κι αυτή η βεβαιότητα την αναστάτωσε. Μετά την άκουσε να κλαίει με λυγμούς στο σκοτάδι, πολύ αργά, δαγκώνοντας το μαξιλάρι για να μην ακουστεί. Δεν τόλμησε να την παρηγορήσει, γνωρίζοντας πως θα ήταν σαν να παρηγορούσε μια τίγρη πληγωμένη από βέλος, ούτε και βρήκε το κουράγιο να της πει πως ο λόγος για το θρήνο της είχε εκλείψει εκείνο τ' απόγευμα κι είχε ξεριζωθεί για πάντα από τη μνήμη του.
( Gabriel García Márquez )
[ Love in the Time of Cholera ]
www.QuoteSweet.com